καύσεως

καύσεως
καύ̱σεω̆ς , καῦσις
burning
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα …   Dictionary of Greek

  • αερόψυκτος — η, ο τεχνολ. όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συσκευές, όργανα ή άλλες διατάξεις, όπως κινητήρες εσωτερικής καύσεως, ηλεκτρονικές λυχνίες ή διατάξεις μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, στις οποίες η απαγωγή τής θερμότητας για την αποφυγή… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοκινητήρας — ο θερμοκινητήρας εσωτερικής καύσεως που λειτουργεί με μηχανέλαια …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπυξίδα — ή ελαιολεκάνη, η δοχείο λαδιού που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό κάλυμμα τών στρεφόμενων μερών (αξόνων, κάρτερ μηχανών εσωτερικής καύσεως κ.λπ.) μιας μηχανής ή λεπτών μηχανισμών και το οποίο περιέχει ορυκτέλαιο για λίπανση αυτών τών μερών… …   Dictionary of Greek

  • ελκυσμορυθμιστής — ο όργανο που παρεντίθεται στην ροή τών αερίων τής καύσεως, με το οποίο μπορεί να μεταβάλλεται η ταχύτητα τής ροής …   Dictionary of Greek

  • θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… …   Dictionary of Greek

  • καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… …   Dictionary of Greek

  • καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… …   Dictionary of Greek

  • κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να …   Dictionary of Greek

  • στροφαλοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που έχει στρόφαλο 2. φρ. «στροφαλοφόρος άξονας» ή, απλώς, «στροφαλοφόρος» τεχνολ. άτρακτος που φέρει έναν ή περισσότερους στροφάλους και μέσω τής οποίας η ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση τού συστήματος εμβόλου διωστήρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”